Τελεστῶν

Τελεστῶν
Τελέστης
masc gen pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τελεστῶν — τελεστής an official masc gen pl τελεστός fulfilled fem gen pl τελεστός fulfilled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουμάνο-Γκο, Χιτόσι — (Hitoshi Kumano Go, Αρίτα 1935 – Οσάκα 1982). Ιάπωνας μαθηματικός. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του πανεπιστημίου της Οσάκα το 1958. Εκεί συνέχισε για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα τις ιδιόμορφες διαταραχές στις… …   Dictionary of Greek

  • τελεστός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ τος, ὀψιτέλεσ τος. Η μαρτυρία τού απλού τελεσ τός είναι αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταθετικές σχέσεις — Θεμελιώδεις σχέσεις στην κβαντομηχανική, που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των διαδοχικών επιδράσεων πάνω στην κυματική συνάρτηση. Αν δοθούν δύο τελεστές Α και Β, τότε το γινόμενο (ΑΒ) ορίζεται ως η πράξη της διαδοχικής εφαρμογής πρώτα του Β και… …   Dictionary of Greek

  • Καλντερόν, Αλμπέρτο — (Alberto P. Calderon, Μεντόζα 1920 – 1998). Αργεντινός μαθηματικός και μηχανικός. Αποφοίτησε από τη σχολή πολιτικών μηχανικών του πανεπιστημίου της Μεντόζα, στην Αργεντινή, το 1947. Ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του καριέρα ως βοηθός στην έδρα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”